- βελόνιασμα
- το1. το πέρασμα της κλωστής στην τρύπα της βελόνας2. ράψιμο με βελόνα3. τρύπημα με βελόνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βελόνιασμα — το 1. το πέρασμα της κλωστής στη βελόνα. 2. το ράψιμο με βελόνα. 3. το τρύπημα, το αγκύλωμα από βελόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάπιασμα — το (Μ κατάπιασμα) [καταπιάνω] νεοελλ. 1. πρόχειρο ράψιμο, βελόνιασμα, τρύπωμα, μπάλωμα 2. μτφ. μνηστεία, αρραβώνας μσν. 1. εγχείρημα, πολεμικό τέχνασμα 2. πολεμικές προετοιμασίες … Dictionary of Greek
τρύπωμα — το, ατος 1. κρύψιμο, απόκρυψη, καταχώνιασμα: Γλίτωσε η αλεπού με τρύπωμα στη φωλιά της. 2. πρόχειρο και αραιό ράψιμο, βελόνιασμα: Δεν είναι κανονικό ράψιμο, είναι τρύπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)